- προπορεύομαι
- ΝΑ(σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής»)νεοελλ.μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχωαρχ.1. έρχομαι προς τα εμπρός2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.)3. (για ποταμό) περνώ μπροστά από κάτι4. (σπάν. ο ενεργ. τ.) προπορεύωενεργώ έτσι ώστε να βαδίσει ή να πορευθεί κανείς προς τα εμπρός ή στέλνω προς τα εμπρός5. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπορευόμενοιη εμπροσθοφυλακή στρατεύματος6. (η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προπορευομένηη πρόπολος*.
Dictionary of Greek. 2013.